- ὑπολάμπει
- ὑπολάμπωshine underpres ind mp 2nd sgὑπολάμπωshine underpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παστάδα — η / παστός, άδος, ΝΑ κοιτώνας, ιδίως ο νυφικός θάλαμος αρχ. 1. χώρος με κίονες που βρισκόταν μπροστά από το σπίτι 2. στοά με κίονες («τοῡ μὲν χειμῶνος ὁ ἥλιος εἰς τὰς παστάδας ὑπολάμπει», Ξεν.) 3. η ρωμαϊκή βασιλική στοά 4. το μέρος τού σπιτιού… … Dictionary of Greek
υπολάμπω — ὑπολάμπω ΝΜΑ [λάμπω] 1. λάμπω αμυδρά («τοῡ μὲν χειμῶνος ὁ ἥλιος εἰς τὰς παστάδας ὑπολάμπει», Ξεν.) 2. αρχίζω να λάμπω, να φαίνομαι … Dictionary of Greek